- τσουγκρανίζω
- βλ. τσαγκρουνίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζουγκρανίζω — Ν βλ. τσουγκρανίζω … Dictionary of Greek
τσουγγράνα — και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα… … Dictionary of Greek
τσουγγρανίζω — και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγ Υρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζω Ν 1. καθαρίζω με την τσουγγράνα 2. γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ] … Dictionary of Greek
ζουγκρανίζω — και ζουγρανίζω βλ. τσουγκρανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνίζω — και τσουγκρανίζω τσαγκρούνισα, τσαγκρουνίστηκα, τσαγκρουνισμένος, κάνω τσαγκρουνιές, ξεγδέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)